σκουλήκιασμα

σκουλήκιασμα
το, Ν [σκουληκιάζω]
προσβολή από σκουλήκια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκουλήκιασμα — το απόκτηση σκουληκιών: Ράντισε τα δέντρα με δηλητήριο, για να εμποδίσει το σκουλήκιασμα των καρπών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκωλήκωσις — ώσεως, ἡ, Α [σκωληκοῡμαι] το να γεμίσει κάποιος από σκουλήκια, σκουλήκιασμα …   Dictionary of Greek

  • σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”